- σκληροκοιτία
- σκληροκοιτίᾱ , σκληροκοιτίαfem nom/voc/acc dualσκληροκοιτίᾱ , σκληροκοιτίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληροκοιτία — και ιων. τ. σκληροκοιτίη, ἡ, Α [σκληροκοιτῶ] η σκληρευνία* … Dictionary of Greek
σκληροκοιτίαι — σκληροκοιτίᾱͅ , σκληροκοιτία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροκοιτίαις — σκληροκοιτία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροκοιτίῃσι — σκληροκοιτία fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρευνία — και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ευνία (< εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ ευνία] … Dictionary of Greek
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek